Κύριες μεταφράσεις |
beyond prep | (further in the distance than) (απόσταση) | πέρα από επίρ + πρόθ |
| Clouds were visible beyond the mountains. |
| Σύννεφα φαίνονταν πέρα από τα βουνά. |
beyond prep | (for longer than) (χρόνος) | πάνω από, περισσότερο από, πέρα από επίρ + πρόθ |
| (επίσημο) | πέραν επίρ |
| The hotel cannot hold reservations beyond seventy-two hours. |
| Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να κρατήσει τα δωμάτια πάνω από εβδομήντα δύο ώρες. |
| Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να κρατήσει τα δωμάτια πέραν των εβδομήντα δύο ωρών. |
beyond prep | (more advanced than) | πέρα από, πάνω από επίρ + πρόθ |
| (επίσημο) | πέραν επίρ |
| The solution to your problems is beyond my field of expertise. |
| Η λύση στα προβλήματά σου είναι πέρα από (or: πάνω από) τις γνώσεις μου. |
beyond prep | (not subject to, not within) | πέρα από, έξω από επίρ + πρόθ |
| (επίσημο) | πέραν, εκτός επίρ |
| The laws of gravity are beyond dispute. |
| Οι νόμοι της βαρύτητας είναι πέραν αμφισβήτησης. |
beyond prep | figurative (other than) | πέρα από, εκτός από επίρ + πρόθ |
| (επίσημο) | πέραν, εκτός επίρ |
| Beyond that, I don't know what to say. |
| Πέρα από (or: Εκτός από) αυτό, δεν ξέρω τι να πω. |
beyond prep | (past) | πέρα από, μακριά από επίρ + πρόθ |
| | τόσο πολύ που... περίφρ |
| She's changed beyond recognition from all the stress of her life. |
| Όλα τα άγχη που πέρασε στη ζωή της την άλλαξαν τόσο που πια δεν αναγνωρίζεται. |
beyond prep | (too obscure for: comprehension) (μεταφορικά) | με ξεπερνά έκφρ |
| Why she ever left him is beyond me. |
| Το γιατί στο καλό τον εγκατέλειψε με ξεπερνά. |
beyond adv | (farther) | παραπέρα επίρ |
| (εμφατικός τύπος) | ακόμη παραπέρα φρ ως επίθ |
| She longed to go to the next village and beyond. |
Σύνθετοι τύποι:
|
above and beyond prep | figurative (more than expected) | υπέρ το δέον επίρ |
| (καθομιλουμένη) | και με το παραπάνω έκφρ |
| She always goes above and beyond what is expected of her. |
| Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν. |
above and beyond the call of duty, beyond the call of duty expr | (more than required) (επιδεικνύω) | υπερβάλλων ζήλος επίθ + ουσ αρσ |
| (ξεπερνώ) | τα όρια του καθήκοντος περίφρ |
| He was honored for performing above and beyond the call of duty. |
beyond all understanding adj | (incomprehensible) | ακατανόητος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | ακαταλαβίστικος επίθ |
| Why Janet stayed with her cheating husband is beyond all understanding. |
beyond belief expr | (incredible, unbelievable) (συνήθως για κτ καλό) | απίστευτος, αφάνταστος επίθ |
| (συνήθως για κτ κακό) | αδιανόητος, ακατανόητος επίθ |
| The amount of money some professional athletes earn is beyond belief. |
beyond compare adj | (without comparison) | ασύγκριτος επίθ |
| | πέρα από κάθε σύγκριση έκφρ |
| The sweetness of her voice is beyond compare. |
beyond compare adv | (incomparably) | ασύγκριτα επίρ |
| | πέρα από κάθε σύγκριση έκφρ |
| The countryside is lovely beyond compare. |
beyond comparison adj | (outstanding, without equal) | ασύγκριτος, απαράμιλλος επίθ |
| | που δεν συγκρίνεται με τίποτα περίφρ |
| The beautiful scenery is beyond comparison. |
beyond [sb]'s comprehension adj | (impossible to understand) | ακατανόητος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | ακαταλαβίστικος επίθ |
beyond doubt, beyond a doubt, beyond the shadow of a doubt, beyond a shadow of a doubt adv | (undeniably) | αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα επίρ |
| | χωρίς αμφιβολία φρ ως επίρ |
| (επίσημο) | πέραν πάσης αμφιβολίας φρ ως επίρ |
| This is beyond doubt the best song on the CD. |
beyond doubt, beyond a doubt, beyond the shadow of a doubt, beyond a shadow of a doubt adj | (certain) | πέραν αμφιβολίας επίθ |
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός |
| The theory of evolution is scientifically beyond doubt. |
beyond expectations, beyond [sb]'s expectations expr | (better than imagined) | πέρα από κάθε προσδοκία έκφρ |
| | πέρα από τις προσδοκίες έκφρ |
beyond imagination adj | (inconceivable, wild) | πέρα από κάθε φαντασία περίφρ |
| That film takes us to a world beyond imagination. |
beyond measure adv | (more than can be calculated) | υπέρμετρα επίρ |
| | υπερβολικά επίρ |
| | ανυπολόγιστα επίρ |
| | πάρα πολύ φρ ως επίρ |
beyond question, beyond all question adj | (certain) | πέραν αμφιβολίας επίθ |
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός |
| His integrity is beyond question. |
beyond reach adj | (inaccessible) | που δεν είναι προσβάσιμος περίφρ |
| | μη προσβάσιμος έκφρ |
| | που δεν μπορεί να τον πιάσει κπ περίφρ |
| To avoid accidents, make sure that the appliance and its power cord are beyond reach of children. |
| Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά. |
beyond reach adv | (in an inaccessible place) | σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπ περίφρ |
| | εκεί που δεν φτάνει κπ περίφρ |
Σχόλιο: Παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένοι από τους τρόπους περιφραστικής απόδοσης. |
| We placed a mobile above the cot, just beyond reach, so the baby had to grab at it. |
beyond reach adj | figurative (unattainable) | ανέφικτος, ακατόρθωτος επίθ |
| He proved that no dream was beyond reach if we were willing to work for it. |
beyond suspicion adj | (no chance of being guilty) | πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας επίθ |
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός |
| Matt's alibi put him beyond suspicion. |
beyond the pale adj | figurative (unacceptable) | απαράδεκτος επίθ |
| (μεταφορικά) | άνω ποταμών περίφρ |
beyond understanding adj | (impossible to comprehend) | ακατανόητος επίθ |
| | το οποίο αδυνατώ να καταλάβω περίφρ |
| (αρνητικές συνυποδηλώσεις) | ακαταλαβίστικος επίθ |
| Quantum theory was beyond Simon's understanding. What she sees in him is beyond understanding! |
| Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει! |
go beyond the pale v expr | figurative (be or do [sth] unacceptable) | ξεπερνώ τα όρια εκφρ |
| | το παρακάνω έκφρ |
the back of beyond n | figurative (very remote place) (μεταφορικά) | η άκρη του κόσμου έκφρ |
| | η μέση του πουθενά έκφρ |
well beyond prep | (far further than, past) | πολύ περισσότερο από κτ έκφρ |
| | πολύ πάνω από κτ έκφρ |
| | πολύ μακρύτερα από κτ, πολύ πέρα από κτ έκφρ |
| | πολύ ψηλότερα από κτ έκφρ |
Σχόλιο: Η επιλογή εξαρτάται από τα συμφραζόμενα. |